Βιογραφία

Ο Μιχάλης Καψάλης γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1939 στο Βερολίνο. Το 1951, σε ηλικία δώδεκα ετών, έρχεται στην Αθήνα και εγγράφεται στο Εθνικό Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων που, είχε ιδρυθεί μόλις δύο χρόνια νωρίτερα και εφάρμοζε, ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα εγκυκλίων σπουδών, τόσο για οικότροφους όσο και για εξωτερικούς μαθητές. Με την ολοκλήρωση της φοίτησής του εκεί, φεύγει και πάλι από την Ελλάδα, αυτή τη φορά με προορισμό τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών και το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Τα επόμενα χρόνια θα μείνει εκεί και θα σπουδάσει θέατρο, φιλοσοφία και λογοτεχνία.

Σε αντίθεση με το αντικείμενο των σπουδών του, από πολύ νέος ασχολήθηκε επαγγελματικά με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Αρχικά στην εταιρεία Τυπάλδου, μετά στον όμιλο Χανδρή και τέλος, από το 1966 και μετά, στην Ηπειρωτική. Εκεί αναδείχτηκε ως ο κατεξοχήν ειδήμων στον τομέα της κρουαζιέρας, τον οποίο υπηρέτησε επαγγελματικά για περισσότερο από πενήντα χρόνια. Μάλιστα, από το 2012 και μέχρι το τέλος της ζωής του υπήρξε αντιπρόεδρος κρουαζιέρας στο Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατικής Ναυτιλίας.

Πάντοτε ανήσυχος και πολυπράγμων, ο Μιχάλης Καψάλης δεν άφησε την απαιτητική επαγγελματική του ενασχόληση να επισκιάσει την καλλιτεχνική αλλά και την γενικότερη πνευματική του εξέλιξη. Ζώντας στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, είχε την τύχη να διαμορφώσει την καλλιτεχνική του συνείδηση σε ένα συναρπαστικό περιβάλλον. Στον εικαστικό τομέα, κυριαρχεί ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός και διοργανώνονται ορισμένες από τις πιο σπουδαίες εκθέσεις των εκπροσώπων του, όπως του Mark Rothko (Moma, 1961), Hans Hoffmann (Moma, 1962) και Jackson Pollock (Moma, 1967). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτοί οι καλλιτέχνες που ανήκουν στην προηγούμενη γενιά από εκείνη του Καψάλη (Rothko 1903, De Kooning 1904, Pollock 1912) αποτελούν την πρώτη, αλλά και ταυτόχρονα την πιο ουσιαστική επιρροή στο έργο του. Παράλληλα, τα συχνά ταξίδια του στην Ευρώπη επιτρέπουν στον Μιχάλη Καψάλη να γνωρίσει την τέχνη και τα κινήματα της Ευρώπης, σε μια εξίσου κρίσιμη και δημιουργική περίοδο. Καλλιτέχνες όπως ο Jean Dubuffet και o Max Beckman, οι οποίοι είχαν εκθέσει έργα τους και στην Αμερική, αποτελούν μια ακόμα σημαντική αναφορά στην καλλιτεχνική εξέλιξή του.

Η εγκατάστασή του στο Σόχο της Νέας Υόρκης στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν μια καθοριστική επιλογή για τη ζωή και το έργο του. Tο ατελιέ στον αριθμό 140 της Green Street βρίσκεται στην καρδιά της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής της αμερικανικής μεγαλούπολης. Με τα μεγάλα του παράθυρα και τα ψηλά ταβάνια, αποτελούσε το ιδανικό περιβάλλον για το είδος της ζωγραφικής στο οποίο είχε ήδη αρχίζει να κατασταλάζει ο Καψάλης. Έργα μεγάλων διαστάσεων, συνήθως με έντονα χρώματα, και διαρκείς πειραματισμούς με τα σχήματα, τις μορφές και τις χρωματικές αντιθέσεις. Αν και συνέχιζε να ταξιδεύει, διατηρούσε δε και ένα μικρό εργαστήριο στην Ελλάδα για τα διαστήματα που βρισκόταν εκεί−, στο ατελιέ του στο Σόχο δημιούργησε τα σπουδαιότερα έργα του. Παράλληλα, το ατελιέ αποτέλεσε σημείο συνάντησης για πολλούς καλλιτέχνες, μουσικούς και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Μέλη αυτής της συντροφιάς ήταν μεταξύ πολλών άλλων οι σπουδαίες γλύπτριες Lynda Benglis (1941) και Elyn Zimermman (1945), ο ζωγράφος Ron Gorchov (1930-2020) και η Paula Cooper, η οποία είχε ανοίξει την πρώτη γκαλερί στο Σόχο το 1968, προβάλλοντας κυρίως έργα εννοιολογικής και μινιμαλιστικής τέχνης.

Η ιδιοσυγκρασία του αφενός και η οικονομική του αυτάρκεια αφετέρου, του επέτρεψαν να δουλεύει και να εξελίσσεται καλλιτεχνικά χωρίς να εξαρτάται από την αγορά της τέχνης. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι αντιμετώπιζε τη δημιουργική διαδικασία ως πάρεργο: αντιθέτως, η συνέπεια και η οργάνωση με την οποία δούλευε αλλά και η μεγάλη παραγωγικότητά του καταδεικνύουν περισσότερο έναν συνειδητοποιημένο ζωγράφο παρά έναν επιτυχημένο επαγγελματία. Από την άλλη όμως είχε τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος τον τρόπο διαχείρισης του έργου του. Πραγματοποίησε ελάχιστες εκθέσεις σε γκαλερί, προτιμώντας τις άμεσες πωλήσεις σε φιλότεχνους που συνήθως γνώριζε προσωπικά, ενώ προτιμούσε να εκθέτει τα έργα του μέσα στο ατελιέ του, όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να τα δουν στον φυσικό τους χώρο. Ακόμη και οι (ελάχιστοι) κατάλογοι από τις εκθέσεις του εκδίδονταν από τον ίδιο, με δική του φροντίδα και επιμέλεια.

Πέρα από τη ζωγραφική, πειραματίστηκε και με τη γλυπτική, δημιουργώντας μια σειρά έργων σε μέταλλο και ξύλο. Επίσης, ήδη από τη ν δεκαετία του ’60, έγραφε τακτικά ποιήματα, κάποια από τα οποία εξέδωσε ο ίδιος στην αγγλική γλώσσα.

Μετά τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 2017 ξεκίνησε μια συστηματική / οργανωμένη προσπάθεια να καταγραφεί και να μελετηθεί το σύνολο του έργου του, ώστε να αποκτήσει τη θέση που του αναλογεί στην ιστορία της τέχνης.